- μύσπαλα
- μύσπαλα,A mousetrap, Hsch. [full] μυσπαλοίματα· τὰ κατάλοιπα τῶν ἀλουμένων, Id. [full] μύσπαν· μύξαν, οἱ δὲ τὸ μυὸς τρόπον ἀναστρέφεσθαι, Id. [full] μυσπίην· μυχοισμόν (fort. μοιχισμόν) , μύσαγμα, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.